13/6/17

Λαϊκισμός, πεδίο μελέτης η Ελλάδα

 ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
«Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι η γενέτειρα του λαϊκισμού αλλά, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Ευρώπης, παίζει μοναδικό ρόλο στην εμπειρία και την κατανόηση του φαινομένου», λένε οι Κας Μουντ και Κρίστομπαλ Ροβίρα Καλτβάσερ στις πρώτες σειρές του βιβλίου τους «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή» (εκδ. Επίκεντρο) και εξηγούν ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν από τα πιο επιτυχημένα λαϊκιστικά κόμματα στην ευρωπαϊκή ιστορία, πολύ προτού «η άνοδος του λαϊκισμού» γίνει καυτό θέμα μεταξύ ακαδημαϊκών, πολιτικών και δημοσιογράφων.
Στο βιβλίο τους οι δύο πολιτικοί επιστήμονες ορίζουν τον λαϊκισμό ως μια «ιδεολογία ισχνού πυρήνα» και αναφέρονται σε περιπτώσεις κομμάτων και ηγετών που προσδιορίζουν ως λαϊκιστές, όπως τον Νικολάς Μαδούρο, τον Μπέπε Γκρίλο, τον Πάμπλο Ιγκλέσιας και τον Αλέξη Τσίπρα.
ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ
Στην εισαγωγή του βιβλίου τους υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη θέση του ΠΑΣΟΚ στο πεδίο του λαϊκισμού και προβλέπουν ότι «αν και ο παρών αριστερός - δεξιός λαϊκιστικός συνασπισμός δεν θα υπάρχει για πολύ καιρό, ο λαϊκισμός αναμφίβολα θα παραμείνει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής σκηνής». Γιατί όμως; Οπως μας είπε ο Ολλανδός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια και συγγραφέας, Κας Μουντ, τον οποίο συναντήσαμε στην Αθήνα, «βλέπω τον ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό ως “διάδοχο” του ΠΑΣΟΚ στο επίπεδο λειτουργίας του πολιτικού σκηνικού, ως η κύρια αριστερόστροφη πρόκληση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιβιώσει, οι ΑΝΕΛ όχι, αλλά θα υπάρξει κάποιο άλλο λαϊκιστικό κόμμα που θα τους αντικαταστήσει».
«Ο λαϊκισμός επιβιώνει παντού στην Ευρώπη», μας λέει ο Κας Μουντ. «Δεν χρειάζεται να δώσουμε έμφαση στο πώς θα καταστρέψουμε τον λαϊκισμό. Σε έναν βαθμό οι λαϊκιστές είναι σαν ένα σημάδι που μας λέει ότι κάπου οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν λειτουργούν σωστά και αυτό θα πρέπει να σκεφτούμε. Ενα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να γίνει είναι να πάρουμε πίσω την ατζέντα από τους λαϊκιστές. Σε πολλές χώρες οι λαϊκιστές καθορίζουν τη δημόσια συζήτηση και οι υπόλοιποι ακολουθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταματάς να συζητάς τα θέματα που εγείρουν, αλλά το κάνεις από τη δική σου οπτική γωνία».
Στον ορισμό που δίνεται στο βιβλίο, οι δύο μελετητές υποστηρίζουν ότι οι λαϊκιστές χωρίζουν την κοινωνία σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, τη «διεφθαρμένη ελίτ» και τον «αγνό λαό», και πιστεύουν ότι η πολιτική τους πρέπει να είναι η έκφραση της «γενικής βούλησης» του λαού.
Η λαϊκή θέληση
Οι λαϊκιστές λοιπόν αντλούν νομιμοποίηση από τη θρυλική «λαϊκή θέληση». Πώς περιγράφεται όμως αυτή; «Η λαϊκή θέληση είναι πάντα κατασκευασμένη. Δεν υπάρχει, δεν είναι κάτι ομοιογενές, δεν είναι μια θέληση που μετριέται μέσω ενός δημοψηφίσματος. Η θέληση του λαού υπάρχει στο αφήγημα της δημοκρατίας αλλά σε άλλο πλαίσιο. Ωστόσο, επειδή συνδέεται με τη δημοκρατία, ισχυροποιείται στα χέρια των λαϊκιστών. Και αυτό είναι τρομακτικό, γιατί έχεις π.χ. δικαστές που απλά κάνουν τη δουλειά τους και δέχονται επιθέσεις επειδή δεν ανταποκρίνονται στη λαϊκή θέληση», σημειώνει ο κ. Μουντ.
Η θεοποίηση της λαϊκής βούλησης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση των ελίτ από την πολιτική σκηνή και να «βολεύει» τους λαϊκιστές, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργεί ένα ασταθές πολιτικό σύστημα που απαξιώνει τελικά και τον ρόλο του ίδιου του πολιτικού προσωπικού.
«Αν οι πολιτικοί κάνουν μόνο ό,τι τους “λέει” ο λαός, τότε ο καθένας θα μπορούσε να μπει στη θέση τους και να κάνει τη δουλειά τους. Η πολιτική είναι κάτι σαν επάγγελμα, θέλει ειδικές ικανότητες. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Αλλά σε αυτό το αφήγημα, αυτές οι ειδικές ικανότητες αποκτούν αρνητική χροιά, θεωρούνται προσπάθειες χειραγώγησης πραγμάτων διότι και ο συμβιβασμός θεωρείται πλέον κάτι αρνητικό», σημειώνει ο συγγραφέας.
Οπως μας λέει, τα επιχειρήματα των λαϊκιστών «πιάνουν» εκεί όπου υπάρχει γόνιμο έδαφος, και η σημερινή Ευρώπη προσφέρεται ως πεδίον δόξης λαμπρόν για τους λαϊκιστές ακροδεξιών αποχρώσεων.
Γόνιμο έδαφος
«Οταν μιλάμε για λαϊκισμό σήμερα, μιλάμε για τον λαϊκισμό της Δεξιάς που συνδυάζεται με αντιμεταναστευτικές και αυταρχικές ρητορείες. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληγε να είναι ο γενναίος αγωνιστής κατά των Βρυξελλών, θα υπήρχαν πολλά κόμματα που θα σκέφτονταν να κάνουν το ίδιο, αλλά τώρα είναι το κόμμα που είπε πως θα τα αλλάξει όλα και δεν έκανε τίποτα. Επίσης είναι πιο εύκολο να είσαι δεξιός λαϊκιστής γιατί το μεταναστευτικό, η ασφάλεια, το Ισλάμ είναι κυρίαρχες συζητήσεις σε όλο τον κόσμο και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να δημιουργήσεις συζήτηση. Η λιτότητα είναι πια ζήτημα ορισμένων μόνο χωρών, δεν είναι πρόβλημα για τους Ολλανδούς, για τη Βόρεια Ευρώπη, ούτε καν για τους Πορτογάλους. Η συζήτηση βρίσκεται αλλού», μας λέει.   
Ωστόσο, ο καθηγητής εφιστά την προσοχή στους κατά γενική ομολογία σοβαρούς πολιτικούς που γλυκοκοιτάζουν τη στρατηγική του λαϊκισμού για να κερδίσουν μια εκλογική μάχη. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; «Νομίζω είναι μια κακή στρατηγική να χρησιμοποιήσεις τα ίδια όπλα για να αντιμετωπίσεις τον λαϊκισμό, διότι έτσι ενδυναμώνεις την πεποίθηση ότι τα επιχειρήματα των λαϊκιστών έχουν βάση. Επίσης, οι λαϊκιστές είναι συνήθως καλοί σε αυτό που κάνουν. Οπότε θα χρησιμοποιήσεις αυτή τη στρατηγική για λίγο, έπειτα θα την αφήσεις, αλλά θα την έχεις δυναμώσει», σημειώνει ο Κας Μουντ.
Τα δύσκολα θέματα
Ο Κας Μουντ θυμίζει ότι οι ηγέτες του λαϊκισμού υπόκεινται στο τέλος στους ίδιους κανόνες όπως όλοι και χάνουν το λαϊκό έρεισμα με την ίδια ευκολία που το κατακτούν. Αρκεί τα κόμματα να μην αποφεύγουν τα δύσκολα θέματα. «Αν κάποιος πει στο αμερικανικό κοινό ότι οι Βρυξέλλες αποφασίζουν, δεν θα κάνει αίσθηση, αλλά στην Ελλάδα είναι αλλιώς και οι Βρυξέλλες όντως έχουν λόγο σε πολλά από τα πράγματα που συμβαίνουν εδώ. Οι λαϊκιστές θα χρησιμοποιήσουν αυτό το επιχείρημα. Νομίζω ότι καθήκον των καθιερωμένων κομμάτων δεν είναι να το αρνηθούν αυτό, διαφορετικά θα κορόιδευαν τους ψηφοφόρους τους, αλλά να το εξηγήσουν. Να πουν γιατί συμβαίνει αυτό και πώς θα το ξεπεράσει η χώρα. Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν να μιλούν για θέματα που δεν τους συμφέρει», καταλήγει.​​
Το βιβλίο «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή», των Κας Μουντ και Κρίστομπαλ Ροβίρα Καλτβάσερ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Eπίκεντρο σε επιμέλεια Πέτρου Παπασαραντόπουλου και μετάφραση Ελένης Κοτσυφού.
Καθημερινή
Έντυπη

1 σχόλιο:

  1. Πολύ μπλα μπλα για δύο σημεία. Ολες οι πολιτικές δυνάμεις έγιναν υπάλληλοι του χρήματος στη Δύση , οι φιλελεύθερες δυνάμεις νόμισαν ότι κατέχουν κάποια αλήθεια κάποιων ελεύθερων αγορών παρακουωντας τον Άνταμ Σμιθ που τους είπε να προσέχουν τις προτάσεις των καπιταλιστών. Το αποτέλεσμα είναι αυτοί που αποδέχθηκαν την ήττα τους να γίνουν καλύτεροι υπάλληλοι πλέον των καπιταλιστών και να εκπροσωπούν πιο επιτυχημένα μια πλήρως ανήθικη κοινωνία όντας και οι ίδιοι εκ πεποιθήσεως ανήθικοι. Καμία έκπληξη λοιπόν όταν τάζουν λαγούς με πετραχειλια στις φτωχοποιημενες μάζες και τις πειθουν για να πάρουν την καρέκλα. Απλώς είναι πιο ανήθικοι πιο απατριδες πιο οπορτουνιστες αυτό έγινε στη μεγάλη Βρετανία αυτό έγινε και στη Γαλλία γιατί εκεί λαϊκιστής ήταν ο μακρόν και θα φανεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα όταν αρχίσει τα έργα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.